ξεκουκουλώνω

ξεκουκουλώνω
μετ.
1) снимать капюшон; 2) перен. раскрывать (тайну и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεκουκουλώνω" в других словарях:

  • ξεκουκούλωτος — η, ο [ξεκουκουλώνω] 1. ξεσκούφωτος, ξεσκέπαστος, ασκεπής 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεκουκούλωτοι θηριώδεις ένοπλοι Τούρκοι στην πριν από την επανάσταση τού 1821 Κρήτη, οι οποίοι έβγαζαν το κουκούλι τους, δηλαδή το φέσι τους, κατά τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»